Ιστολόγιο

Στο παρόν ιστολόγιο δημοσιεύονται άρθρα και δικαστικές αποφάσεις τον οποίων η επιλογή στηρίχθηκε στην ιδιαιτερότητα των υποθέσεων που έκριναν και στο νομικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν


Σε συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων 679/2016, ως προς την δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων ακολουθείται η πρακτική της ανωνυμοποίησης των στοιχείων των φυσικών προσώπων (ονοματεπώνυμα, διευθύνσεις, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε εμμέσως να προκύψει η ταυτότητα των φυσικών προσώπων) πλην των στοιχείων που αφορούν στα πρόσωπα των πληρεξουσίων δικηγόρων (βλ. σχετικά τις αποφάσεις με αρ. 1319/2000, 43/2009 της Aρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και τη γνωμοδότηση με αρ. 2/2006).

Θρησκευτική ελευθερία: Περιεχόμενο και Κατοχύρωση - Το νομικό πλαίσιο


της Αικατερίνης Κυπριωτάκη

Εισαγωγικά

Η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί μαζί με τις λοιπές θεμελιώδεις ελευθερίες, τον πυρήνα των ατομικών ελευθεριών που αναγνωρίζονται και κατοχυρώνονται σε σύγχρονα διεθνή κείμενα και εθνικά Συντάγματα.

Τα θεμέλια για την αναγνώριση της τέθηκαν αρχικώς κατά τον 16ο αιώνα με τη μορφή μιας γενικευμένης αντίδρασης στο δικαίωμα του ηγεμόνα να ορίζει τη θρησκεία των υπηκόων του. Διακηρύχθηκε όμως, κατά τον 18ο αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες και αποτέλεσε το περιεχόμενο του άρθρου 16 του Bill Of Rights της πολιτείας της Βιρτζίνια και μετέπειτα στη Γαλλία με το άρθρο 10 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789. Κατοχυρώθηκε ρητώς από τα πρώτα κιόλας Συντάγματα που ίσχυσαν στην ελληνική επικράτεια, τα οποία όμως, ταυτοχρόνως διακήρυτταν τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού ως «επικρατούσα θρησκεία». Όσον αφορά τις λοιπές θρησκείες, η εξελικτική πορεία εκκινήθηκε από την ανεξιθρησκεία, δηλαδή την απλή ανοχή των ετερόθρησκων για να οδηγηθεί στην πλήρη θρησκευτική ελευθερία, όπως αυτή κατοχυρώνεται και προστατεύεται από το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 3, 13) και τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις (άρθρο 18 ΔΣΑΠΔ, 9 ΕΣΔΑ ) που έχει υπογράψει και κυρώσει η χώρα μας και οι οποίες, δυνάμει του άρθρου 28.1Σ, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού μας δικαίου έχοντας μάλιστα υπερνομοθετική ισχύ.

Περιεχόμενο άρθρου 13 του Συντάγματος
Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (13.1 Σ)

Το ισχύον Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 13 παρ. 1 ότι «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κανενός». Εκ πρώτης αναγνώσεως θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη ότι το πρώτο εδάφιο της εν λόγω διάταξης είναι περιττό. Τούτο διότι η ελευθερία συνειδήσεως εν γένει, ήτοι η απαγόρευση διείσδυσης στο ενδιάθετο φρόνημα, στο forum internum του κάθε ατόμου αποτελεί άμεση και αναγκαία συνέπεια της αρχής του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου που ρητώς κατοχυρώνεται στο άρθρο 2.1Σ. Παράλληλα προς αυτή την αρχή και με μεγαλύτερη και ουσιωδέστερη πρακτική σημασία κατοχυρώνεται στο άρθρο 14.1Σ η ελευθερία έκφρασης και διάδοσης αυτού του ενδιάθετου φρονήματος, ήτοι των απόψεων, ιδεών, στοχασμών του ατόμου. Συμπερασματικά από τα ως άνω εκτεθέντα, ευχερώς συνάγεται ότι η ρητή αναφορά στην ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως αποσκοπεί στο να δοθεί έμφαση στη συγκεκριμένη έκφανση της ελευθερίας της συνειδήσεως που συνδέεται με το «θείο». Η εν λόγω άλλωστε ερμηνεία συντάσσεται πλήρως με το περιεχόμενο της 9 ΕΣΔΑ και 18 ΔΣΑΠΔ που κάνουν λόγο για «ελευθερία σκέψης, συνείδησης και πεποιθήσεως».

Η ελευθερία θρησκευτικής συνειδήσεως περιλαμβάνει την ελευθερία επιλογής, διατήρησης, αλλαγής και εγκατάλειψης μιας συγκεκριμένης θρησκείας ή της αθεΐας χωρίς η όποια επιλογή του ατόμου να συνεπάγεται θετικές ή ιδίως αρνητικές συνέπειες γι’αυτό. Από τούτο απορρέει η αξίωση έναντι του κράτους για θρησκευτική ουδετερότητα. Το κράτος δεν μπορεί άμεσα ή έμμεσα να υποχρεώσει κάποιον να ακολουθεί ή όχι ένα θρήσκευμα ή την αθεΐα, αλλιώς μόνο σε ανεξιθρησκεία μπορούμε να αναφερόμαστε, δηλαδή σε ανοχή των θρησκευτικών ή μη πεποιθήσεων των άλλων με ταυτόχρονη προώθηση της επίσημης κρατικής θρησκευτικής ιδεολογίας. Άμεση απόρροια της εν λόγω αρχής είναι και η θρησκευτική ισότητα που κατοχυρώνεται στο 13.1 εδ.β. Διακρίσεις λοιπόν εις βάρος άθεων και αλλόθρησκων είναι απαγορευμένες και αντικείμενες ευθέως προς το Σύνταγμα.

Νομολογιακά έχει για παράδειγμα γίνει δεκτό ότι νόμοι που προβλέπουν φοροαπαλλαγές αποκλειστικά και μόνο για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αντισυνταγματικοί στο μέτρο που δεν εφαρμόζονται και στις λοιπές γνωστές θρησκείες. Επίσης, απόρριψη αίτησης πολιτογράφησης αλλοδαπού με αιτιολογία στηριζόμενη στις θρησκευτικές πεποιθήσεις του είναι απολύτως απαγορευμένη καθώς και πλήθος άλλων αποφάσεων τόσο των εθνικών δικαστηρίων όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).

Επιπροσθέτως, στο περιεχόμενο της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνεται το δικαίωμα κάθε ατόμου να δηλώνει δημόσια ή όχι τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ή και την έλλειψη τους. Συνεπώς, η υποχρέωση αναγραφής του θρησκεύματος ιδίως σε δημόσια έγγραφα (π.χ περίπτωση ταυτοτήτων) αντίκειται ευθέως στο Σύνταγμα. Εξαίρεση ενδεχομένως να αποτελούν αφενός μεν η υποχρέωση δήλωσής του για αμιγώς στατιστικούς λόγους και υπό την προϋπόθεση τήρησης των διατάξεων περί προστασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και αφετέρου σε περιπτώσεις που η άσκηση ενός επαγγέλματος ή η εκπλήρωση καθηκόντων μιας θέσης που σχετίζεται με την ιδιότητα ενός ατόμου ως ακολουθούντος το δόγμα μιας θρησκείας ή και αντιστρόφως.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο διορισμός καθηγητή θρησκευτικών στη μέση εκπαίδευση που δυνάμει του εκπαιδευτικού μας συστήματος, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί, θα πρέπει να είναι ομόδοξος με τους μαθητές του. Ωστόσο, είναι ανεπίτρεπτη η άρνηση διορισμού καθηγητή λοιπών μαθημάτων στη δευτεροβάθμια και δασκάλου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση εφόσον αυτός μπορεί στο μάθημα των θρησκευτικών να αντικατασταθεί από άλλον εκπαιδευτικό. Εξάλλου το άρθρο 16 του ν.1771/88 ορίζει ότι οι μη ορθόδοξοι δάσκαλοι τοποθετούνται σε πολυθεσία δημοτικά σχολεία και δεν διδάσκουν το μάθημα των θρησκευτικών παρά μόνο σε μαθητές ιδίου με αυτούς δόγματος ή θρησκεύματος.

Εν κατακλείδι, απαγορεύεται και κάθε είδους εξαναγκασμός σε πράξη η παράλειψη που συνδέεται με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ή μη κάθε ατόμου. Έτσι, απαγορεύεται η παρακώλυση συμπεριφοράς που επιβάλλεται από τη θρησκεία κάποιου αλλά και αντιστρόφως, απαγορεύεται εξαναγκασμός σε θρησκευτική πράξη. Παραδείγματος χάρη, η αναγνώριση μόνο του θρησκευτικού γάμου και η δόση θρησκευτικού όρκου. Ειδικά ως προς το τελευταίο, προβληματισμό δημιουργούσαν όσες, ακόμη και συνταγματικές διατάξεις (π.χ. δόση όρκου βουλευτών) διάσπαρτες σε διάφορα νομοθετικά κείμενα (ΚΠολΔ, ΚΠοινΔ) προέβλεπαν τη δόση του θρησκευτικού όρκου και μάλιστα αυτού της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Σήμερα πλέον, δίδεται η δυνατότητα δόσης όρκου ανάλογα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του κάθε ατόμου, εφόσον πρόκειται για γνωστή θρησκεία καθώς και η όρκιση με επίκληση στην τιμή και τη συνείδησή του.

Η ελευθερία άσκησης θρησκείας (13.2Σ)

Βασική προϋπόθεση για την ουσιαστική πραγμάτωση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης είναι ελευθερία άσκησης της θρησκείας και ιδίως της λατρείας, η οποία και λογίζεται ως η πιο σημαίνουσα εκδήλωση αυτής. Το ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 13.2 ορίζει ότι κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη, μη καθιερώνοντας αφενός μια γενική ελευθερία όλων των θρησκειών αλλά μόνο των γνωστών και μη εξειδικεύοντας παράλληλα αυτόν τον όρο και αφετέρου κατοχυρώνοντας την ελευθερία των θρησκειών ρητά και όχι απλώς την ανοχή προς αυτές, όπως στα προηγούμενα Συντάγματα.

«Γνωστή» κατά τεκμήριο εκτός κι αν αποδειχτεί το αντίθετο, θεωρείται κάθε θρησκεία η οποία έχει φανερές δοξασίες, δόγματα, λατρεία, σκοπούς, είναι προσιτή στον καθένα και δεν προϋποθέτει κανενός είδους μύηση και της οποίας η λατρεία δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη. Προκύπτει επομένως το συμπέρασμα ότι δεν απαιτείται κανενός είδους έγκριση, άδεια ή οιασδήποτε άλλης φύσεως πανηγυρική διατύπωση για να θεωρηθεί «γνωστή» μια θρησκεία. Καθιερώνεται παράλληλα η ισότητα όλων των θρησκειών και κυρίως η ίση μεταχείρισή τους με την επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δυνάμει των ανωτέρω, θα πρέπει να θεωρηθεί ως προδήλως αντισυνταγματικό το αναχρονιστικό πλέον νομικό καθεστώς που αφορά την ανέγερση και λειτουργία ναών, ευκτήριων οίκων και λοιπών κτισμάτων με θρησκευτικούς σκοπούς (ν.1672/1939). Σύμφωνα με το παραπάνω νομοθέτημα, για την ανέγερση ναού οποιουδήποτε δόγματος απαιτείται άδεια της «οικείας αναγνωρισμένης εκκλησιαστικής αρχής», ήτοι του επιχώριου Μητροπολίτη, καθώς και του Υπουργείου Παιδείας. Επίσης, απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης τουλάχιστον πενήντα οικογενειών προς την οικεία εκκλησιαστική αρχή με επικύρωση του γνησίου της υπογραφής «των αρχηγών» των οικογενειών αυτών από την αστυνομία.

Η αντισυνταγματικότητα των εν λόγω διατάξεων είναι πασιφανής διότι:

  • Προβλέπει διαδικασία αδειοδότησης αφενός από τον οικείο Μητροπολίτη, και συνεπώς, παρεμβολή της μιας θρησκείας σε ζητήματα που άπτονται της άλλης και μάλιστα υπό τέτοια μορφή ώστε η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ουσιαστικά να ασκεί εξουσία στις λοιπές καταστρατηγώντας την διακηρυσσόμενη εκ του Συντάγματος θρησκευτική ισότητα και αφετέρου, του Υπουργείου Παιδείας η οποία απαίτηση πλήττει ευθέως τον πυρήνα της ελευθερίας άσκησης λατρείας.

  • Παραβιάζει κατάφωρα την ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης υπό την αρνητική της εκδοχή, δηλαδή το δικαίωμα του κάθε ατόμου να μη δηλώνει δημόσια τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.

Σε σχετική μάλιστα καταδίκη της Ελλάδος από το ΕΔΔΑ, το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο έκρινε ασυμβίβαστες τις περί ων ο λόγος διατάξεις με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, επιτρέποντας μόνο από το κράτος τον έλεγχο των τυπικών προϋποθέσεων για την ανέγερση και λειτουργία των ως άνω αναφερόμενων κτισμάτων και κυρίως αυτών που σχετίζονται με την πολεοδομική νομοθεσία.

Προς προβληματισμό και προς επίρρωση των ανωτέρω, αναφέρεται μία ακόμη διάταξη του ν. 2200/1940 δυνάμει της οποίας, εάν ιδιόκτητος ναός προορισμένος για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών του ιδιοκτήτη και της οικογενείας του τεθεί σε δημόσια λειτουργία, κλείνεται από την αστυνομία, με εντολή του οικείου Μητροπολίτη ή απαλλοτριώνεται αναγκαστικά υπέρ του πλησιέστερου ενοριακού ναού (!!!).

Τέτοιου είδους νομοθετήματα που προσβάλλουν βάναυσα τη θρησκευτική ελευθερία και ισότητα αποτυπώνουν πεπαλαιωμένες, αναχρονιστικές αντιλήψεις, πολλώ μάλλον όταν εξακολουθούν να εφαρμόζονται από τα εθνικά δικαστήρια. Η νομοθετική τροποποίηση ή και κατάργηση τους κρίνεται επιβεβλημένη σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου όπως η Ελλάδα, που κατά τα τελευταία ιδίως έτη, εμφανίζει έντονα στοιχεία πολυπολιτισμικότητας.

Εν κατακλείδι, συναφής με την ελευθερία άσκησης λατρείας εκ της οποίας και απορρέουν, είναι τα δικαιώματα της συνάθροισης και ενώσεως για θρησκευτικούς ή αθεϊστικούς σκοπούς. Άξιο μνείας κρίνεται εν προκειμένω το γεγονός ότι, τα εν λόγω δικαιώματα προστατεύονται δυνάμει του άρθρου 13Σ, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στα γενικότερα άρθρα 11 και 12Σ. Εξέχουσας συνέπεια των ανωτέρω αποτελεί το γεγονός ότι τα εν λόγω δικαιώματα απολαύουν και οι αλλοδαποί και οι ανιθαγενείς και όχι μόνο οι Έλληνες πολίτες, όπως συμβαίνει με τα άρθρα 11 και 12Σ.

Το ζήτημα της επικρατούσας θρησκείας του άρθρου 3.1Σ

Σύμφωνα με το άρθρο 3.1Σ «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». Πρόκειται για μία διάταξη που έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις δεδομένου του κανονιστικού περιεχομένου της, με αποτέλεσμα να έχουν υποστηριχτεί διάφορες ανάλογα και με τις περιρρέουσες αντιλήψεις της εκάστοτε εποχής απόψεις σχετικά με το αληθές νόημα της.

Επικρατεί πλέον η άποψη ότι ο όρος «επικρατούσα» δεδομένου μάλιστα του ρόλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τα έτη ιδίως της Τουρκοκρατίας, αφενός αποτελεί μια αποτύπωση στατιστικών στοιχείων αφού η πλειοψηφία του ελληνικού λαού είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και αφετέρου για λόγους καθαρά ιστορικούς, αντανακλά μια ευνοϊκή στάση προς τη συγκεκριμένη θρησκεία αναγνωρίζοντας τη συμβολή της κατά τα έτη της προαναφερθείσης περιόδου, χωρίς ωστόσο το κράτος να απωλέσει τη θρησκευτική ουδετερότητα την οποία εκ των λοιπών συνταγματικών διατάξεων οφείλει να έχει. Παρά την ύπαρξη λοιπόν, αυτής της αμφιλεγόμενης διάταξης το κράτος οφείλει να σέβεται, να προστατεύει και να ενεργεί βάσει της θρησκευτικής ισότητας μη δυνάμενο αφενός μεν να χειρίζεται προνομιακά την εν λόγω θρησκεία εις βάρος των άλλων και αφετέρου να χειραγωγεί και να την επιβάλει έστω και εμμέσως στους πολίτες. Βεβαίως, κατά ποσό επί της ουσίας το ίδιο το Σύνταγμα επιτάσσει τη θρησκευτική ουδετερότητα κρίνεται ως ζήτημα που δέχεται αμφισβήτηση λαμβάνοντας υπ’ όψιν μάλιστα τις διάσπαρτες διατάξεις σε ολόκληρο το συνταγματικό κείμενο της χώρας μας που σχετίζονται με το εν λόγω ζήτημα και την αντιφατικότητα του περιεχομένου τους σε σχέση με το άρθρο 13.1Σ. Ενδεικτικά αναφέρεται η επίκληση της Αγίας Τριάδος στην αρχή του Συντάγματος, ο όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας και των βουλευτών (άρθρα 33.2 και 59.1Σ), η ίδια η διάταξη περί επικρατούσας θρησκείας και βεβαίως, η διάταξη του άρθρου 16.2Σ στην οποία αναφέρεται ότι η παιδεία έχει ως αποστολή μεταξύ άλλων και την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων.

Η θρησκευτική διδασκαλία (16.2Σ)

Εν σχέσει με το ζήτημα της θρησκευτικής διδασκαλίας και της θρησκευτικής εκπαίδευσης εν γένει, οι όποιες επισημάνσεις θα πρέπει να γίνουν λαμβανομένης υπ’ όψιν της διάταξης 16.2Σ η οποία και ορίζει ότι η παιδεία μεταξύ άλλων αποσκοπεί και στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων. Στη θεωρία και νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων συνοπτικά έχουν διατυπωθεί δύο βασικές απόψεις: Σύμφωνα με την πρώτη, η οποία βρίσκει έρεισμα στη διάταξη 3.1Σ περί επικρατούσας θρησκείας καθώς και στο δικαίωμα των γονέων εντός των πλαισίων άσκησης γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων τους να διαπαιδαγωγούν αυτά σύμφωνα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους που κατοχυρώνεται ρητά στο 18.4 ΔΣΑΠΔ και στο άρθρο 2 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η πολιτεία υποχρεούται να διδάσκει στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης το μάθημα των θρησκευτικών και δεδομένης της πασιφανούς αριθμητικής υπεροχής των χριστιανών ορθοδόξων, το μάθημα θα πρέπει να έχει ως περιεχόμενο τη διδασκαλία του εν λόγω δόγματος με δικαίωμα αποχής σε ετερόθρησκους, ετερόδοξους και άθεους.

Δυνάμει της δεύτερης άποψης η οποία στηρίζεται στο άρθρο 13Σ και 9 ΕΣΔΑ, το σχολείο θα πρέπει να είναι χώρος έκφρασης όλων των θρησκευτικών ιδεών και θα πρέπει το εκπαιδευτικό σύστημα και πρόγραμμα να αναπροσαρμοστεί προκειμένου να αποκρουσθεί και να αποβληθεί κάθε είδους προσπάθεια χειραγώγησης ή έμμεσης επιβολής μιας συγκεκριμένης θρησκείας. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ορθότερο κρίνεται το μάθημα των θρησκευτικών να έχει πιο θρησκειολογική βάση ενδεχομένως και προαιρετικό χαρακτήρα επιτρέποντας στους μαθητές να γνωρίσουν κι άλλες θρησκείες η δόγματα το οποίο εκτός του γεγονότος ότι, ο κάθε μαθητής θα είναι σε θέση μόνος του να επιλέξει σύμφωνα με τη συνείδησή του τις θρησκευτικές ή μη πεποιθήσεις του, αν μη τι άλλο θα ενισχύσει σημαντικά την ανάπτυξη του σεβασμού στη διαφορετικότητα ανάμεσα στους μαθητές, μειώνοντας κατ αυτό τον τρόπο φαινόμενα ρατσισμού ή περιθωριοποίησης στο χώρο του σχολείου που αποτελεί άλλωστε μικρογραφία της ίδιας της κοινωνίας.

Εν κατακλείδι, άξιες μνείας κρίνονται και οι κάτωθι επισημάνσεις εν σχέσει με το άρθρο 16.2Σ:

  • Δεδομένης και της κανονιστικότητας της διάταξης, δεν επιτρέπεται η Παιδεία να λάβει αντιθρησκευτική ή αθεϊστική κατεύθυνση.

  • Επιβάλλεται η πρόβλεψη του μαθήματος των θρησκευτικών από τον κοινό νομοθέτη, χωρίς ωστόσο τούτο να τον δεσμεύει σχετικά με το περιεχόμενο, τις ώρες διδασκαλίας και τις τάξεις στις οποίες αυτό θα διδάσκεται.

  • Ακολουθώντας τη λιγότερο συντηρητική-παραδοσιακή άποψη, ούτε το Σύνταγμα και πολλώ μάλλον η ΕΣΔΑ, δεν επιβάλλουν ένα συγκεκριμένο πρότυπο θρησκευτικής εκπαίδευσης. Εναπόκειται στον κοινό νομοθέτη λοιπόν η επιλογή αν αυτό θα είναι μονοφωνικό, με κατεύθυνση μια συγκεκριμένη θρησκεία ή θρησκειολογικό.

  • Καθένας δυνάμει του άρθρου 13.1Σ έχει δικαίωμα χωρίς ανάγκη περαιτέρω εξήγησης να απέχει από το μάθημα των θρησκευτικών ακόμα και αν τυπικώς είναι χριστιανός ορθόδοξος.
Περιορισμοί δικαιώματος

α. Απαγόρευση προσηλυτισμού (άρθρο 13.4Σ)

Το Σύνταγμα απαγορεύει ρητώς ορισμένου είδους θρησκευτικές εκδηλώσεις. Αφενός μεν, απαγορεύει την άσκηση λατρείας όταν αυτή αντίκειται στα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη, επαφίοντας στον κοινό νομοθέτη, ερμηνευτή και εφαρμοστή του δικαίου την εξειδίκευση των αόριστων αυτών νομικών εννοιών και αφετέρου, απαγορεύοντας τον προσηλυτισμό ως μια προσπάθεια διείσδυσης στη θρησκευτική συνείδηση άλλου ατόμου με αθέμιτα μέσα.

Ενώ η απαγόρευση του προσηλυτισμού σύμφωνα με το πνεύμα και τον επιδιωκόμενο σκοπό του συντακτικού νομοθέτη, είναι η προστασία της θρησκευτικής συνείδησης και ελευθερίας του κάθε ατόμου από ενέργειες του προσηλυτίζοντος που την θίγουν ή την πλήττουν άμεσα ή έμμεσα, εν τούτοις, η ισχύουσα από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας σχετική ποινική νομοθεσία κρίνεται προδήλως αντισυνταγματική και άκρως αναχρονιστική, με συνέπεια μάλιστα τις πολλαπλές καταδίκες της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ.

Σύμφωνα λοιπόν με διάταξη του εν λόγω νομοθετήματος(3) «Προσηλυτισμός ιδία είναι η δια πάσης φύσεως παροχών ή δι’ υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, δια μέσων απατηλών, δια καταχρήσεως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι΄ εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή κουφότητος, άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια διείσδυσης εις τη θρησκευτική συνείδηση ετερόδοξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής».

Προβληματική και αντικείμενη και στη διάταξη του άρθρου 7Σ η εν λόγω διάταξη, δεν ορίζει σαφώς τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω αδικήματος, με αποτέλεσμα ιδίως σε παλαιότερες περιόδους τη διασταλτική ερμηνεία της από πλευράς ελλήνων δικαστών, η οποία σαφώς δεν συμβάδιζε με το σκοπό του συντακτικού νομοθέτου του 1975, απηχώντας το πνεύμα και τις αντιλήψεις μιας άλλης εποχής.

Γίνεται πλέον δεκτό, μετά βεβαίως και τις καταδίκες της Ελλάδος από το ΕΔΔΑ και ιδίως τη πασίγνωστη υπόθεση Κοκκινάκη και σε μια προσπάθεια εναρμόνισης των ελληνικών δικαστηρίων προς τις επιταγές της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ότι δεν διαπράττει προσηλυτισμό αυτός που διακηρύττει δημόσια τη πίστη του, απλώς μεταπείθει έναν άλλο να αλλάξει θρησκευτικές πεποιθήσεις, ενημερώνει ακόμη και με τη μορφή εντύπων ή διαφημιστικών φυλλαδίων, κηρύττει και προβαίνει σε ιεραποστολές, διοργανώνει συγκεντρώσεις και διαλέξεις κατά τις οποίες επιχειρείται η διάδοση θρησκευτικών ή μη πεποιθήσεων.

Οι παραπάνω ενέργειες είναι καθ’όλα επιτρεπτές σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου στα πλαίσια της ρητώς κατοχυρωμένης ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ελευθερίας έκφρασης και ανταλλαγής ιδεών και απόψεων ακόμη και με θρησκευτικό ή αθεϊστικό περιεχόμενο.

Αντιθέτως, θα πρέπει να θεωρηθεί απαγορευμένη και εμπίπτουσα στη διάταξη περί προσηλυτισμού κάθε προσπάθεια διείσδυσης στις θρησκευτικές πεποιθήσεις άλλου με αθέμιτα μέσα και ιδίως, όταν επιδιώκεται παντός είδους παράνομο περιουσιακό όφελος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με προηγούμενα συνταγματικά και νομοθετικά κείμενα ο προσηλυτισμός απαγορεύεται και όταν ασκείται εις βάρος των λοιπών γνωστών θρησκειών και όχι αποκλειστικά εις βάρος της επικρατούσας, ως ίσχυε παλαιότερα.

Ως λύση στα ζητήματα που δημιουργούνται τόσο κατά την ερμηνεία όσο και κατά την εφαρμογή των διατάξεων περί προσηλυτισμού προτείνεται η τροποποίηση ή και κατάργηση του αναχρονιστικού και μη ανταποκρινόμενου στις απαιτήσεις και τις συνθήκες της σύγχρονης εποχής, νομοθετικού κειμένου, δεδομένου ότι αφενός μεν εκ του συντάγματος δεν δεσμεύεται ο κοινός νομοθέτης να ποινικοποιεί την εν λόγω συμπεριφορά και αφετέρου η χώρα μας είναι η μοναδική από τα κράτη του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου που τόσο σε συνταγματικό όσο και σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας, διαθέτει διατάξεις περί απαγόρευσης του προσηλυτισμού.

β. Υποχρεώσεις προς το κράτος (13.4Σ)

Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης αποτελεί η διαπίστωση ότι δεν επιτρέπονται ευμενείς διακρίσεις λόγω της θρησκείας που πρεσβεύει το εκάστοτε πρόσωπο κατ’ απαίτηση αυτού και αποτελεί ουσιαστικά την ανάστροφη όψη της απαγόρευσης διακρίσεων από το κράτος εις βάρος του ατόμου λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεων.

Οι γενικής ισχύος τυπικοί και ουσιαστικοί νόμοι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση και στη θρησκευτική ζωή π.χ. δεν είναι επιτρεπτή η άρνηση καταβολής φόρου στηριζόμενη στην αιτιολογία ότι μέρος του εισοδήματος χρησιμοποιείται για επιχορήγηση θρησκευτικών οργανώσεων. Η δυνατότητα ωστόσο, περιορισμού της θρησκευτικής ελευθερίας με γενικούς νόμους δεν είναι απεριόριστη με τα όρια της να διαγράφονται σαφώς από το ίδιο το σύνταγμα, τη διεθνή και ευρωπαϊκή νομοθεσία και λοιπούς εθνικούς νόμους. Για να θεωρείται θεμιτός ένας περιορισμός, σκοπός του θα πρέπει να αποτελεί η προάσπιση ενός άλλου έννομου αγαθού με ίση ή υπέρτερη αξία η οποία θα προκύπτει μετά τη μεταξύ τους στάθμιση, εφαρμοζόμενης της πρακτικής της εναρμόνισης τους, τηρουμένης πάντοτε και της αρχής της αναλογικότητας.

Μία από τις βασικότερες περιπτώσεις που εμπίπτουν στη συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί και η υποχρέωση στράτευσης και η δυνατότητα επίκλησης των θρησκευτικών πεποιθήσεων κάθε ατόμου προκειμένου να απαλλαχθεί από αυτή. Η ισχύουσα νομοθεσία (ν. 2510/1997) προβλέπει ως εναλλακτική υπηρεσία είτε την άοπλη στρατιωτική θητεία είτε την πολιτική κοινωνική υπηρεσία. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις προβλέπεται επαυξημένος χρόνος θητείας που ανέρχεται έως και τους 18 επιπλέον μήνες. Αν και σκοπός της εν λόγω ρύθμισης περί της διάρκειας της θητείας είναι η αποθάρρυνση ή και τιμώρηση των αντιρρησιών συνειδήσεως, δεν συνάδει και είναι πρόδηλα αντισυνταγματικός, αφού προσκρούει στην θρησκευτική ελευθερία υπό την αρνητική της εκδοχή. Επιπλέον υπάρχει σχετική σύσταση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης την οποία ψήφισε ανεπιφύλακτα η Ελλάδα δυνάμει της οποίας κατοχυρώνεται το δικαίωμα καθενός αντιρρησία συνείδησης (όχι μόνο θρησκευτικής συνείδησης) σε άοπλη θητεία. Επιπροσθέτως τονίζεται ότι η εναλλακτική υπηρεσία δεν έχει σωφρονιστικό χαρακτήρα και ότι η διάρκεια της θα πρέπει να παραμένει εντός ευλόγων ορίων σε σύγκριση με την ένοπλη.

Εν κατακλείδι, η δημόσια υγεία υπερτερεί σε περίπτωση σύγκρουσης της θρησκευτικής υποχρέωσης και δεν επιτρέπει εξαιρέσεις από βασικούς υγειονομικούς κανόνες (π.χ. περί σφαγής ζώων) ή υποχρεωτικούς εμβολιασμούς. Επίσης το αυτό ισχύει και σε περίπτωση που η τήρηση της θρησκευτικής υποχρέωσης συνεπάγεται σπουδαίο κίνδυνο ζωής ή υγείας για άλλο πρόσωπο. Επομένως και δυνάμει των ανωτέρω οι γονείς που ασκούν τη γονική μέριμνα σε ανήλικο τέκνο τους δεν έχον δικαίωμα να αρνηθούν για θρησκευτικούς λόγους τν ιατρική περίθαλψη ή την μετάγγιση αίματος αν αυτό έχει ως συνέπεια σπουδαίο κίνδυνο για την υγεία ή τη ζωή τους καθώς προστατεύεται κατ αυτό τον τρόπο το υπέρτατης αξίας έννομο αγαθό της ζωής.

Επίλογος

Μολονότι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τα ζητήματα της θρησκευτικής ελευθερίας δεδομένων και των συμβατικών υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα μας από διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις, κρίνεται κατ’αρχήν επαρκές, εν τούτοις, απαιτείται η τροποποίηση και προσαρμογή επιμέρους νομοθετημάτων στις απαιτήσεις της σύγχρονης πλουραλιστικής και διεθνοποιημένης κοινωνίας και η κατάργηση όσων εξ αυτών είναι αναχρονιστικά, απηχώντας αντιλήψεις παλαιότερων εποχών. Η ομοιογένεια που χαρακτήριζε και εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία τείνει να περιορισθεί με την παρουσία σημαντικού ποσοστού μεταναστών των οποίων η κουλτούρα και κοινωνική, πολιτική και θρησκευτική παράδοση θα πρέπει σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου να είναι σεβαστή και άξια προστασίας.

Η θρησκευτική ελευθερία με τις επιμέρους εκφάνσεις της, όπως αυτές αναπτύχθηκαν ανωτέρω, αποτελεί πυλώνα των ατομικών ελευθεριών και η ανεμπόδιστη άσκηση της θα πρέπει να εξασφαλίζεται σε κάθε άτομο. Απαιτείται προσπάθεια και συντονισμός όλων των εμπλεκόμενων φορέων και ιδίως, θέληση και κατανόηση από τους απλούς πολίτες προκειμένου να αποφευχθούν μισαλλοδοξίες, φαινόμενα ρατσισμού και περιθωριοποίησης που δεν συμβάλλουν στην επιθυμητή διατήρηση της κοινωνικής ομαλότητας και αρμονικής συμβίωσης.

(1) Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα υπογράφηκε στις 16.12.1966 στη Νέα Υόρκη από τον ΟΗΕ & κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, ΦΕΚ Α΄ 96

(2) Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ατόμου υπογράφηκε στις 04.11.1950 στη Ρώμη από το Συμβούλιο της Ευρώπης & κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974, ΦΕΚ Α΄ 256

(3) Άρθρο 4 παρ. 2 α.ν. 1363/1938, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 α.ω.1672/1939

Βιβλιογραφικές αναφορές

Π.Δ.Δαγτόγλου: Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Τόμος Α΄, Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση, Εκδόσεις “Αντ.Ν.Σάκκουλα”

Κώστας Χ. Χρυσόγονος: Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Δεύτερη αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση, Εκδόσεις “Αντ.Ν.Σάκκουλα”

Ιωάννης Μ. Κονιδάρης: Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδόσεις “Αντ.Ν.Σάκκουλα”, 2000

Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος: Συνταγματικά Δικαιώματα-Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου ΙΙΙ, Ι΄ Έκδοση- Αθήνα 2004

Εμμανουήλ Ρούκουνας: Διεθνής Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ίδρυμα Μαραγκόπουλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Βιβλιοπωλείο της “ΕΣΤΙΑΣ”

Λίνα Παπαδοπούλου: Περί του θρησκεύματος των ταυτοτήτων, Το Σύνταγμα, τεύχος 4-5/2000

Επίσημος ιστότοπος Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Επίσημος ιστότοπος Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου